-
1 συν-αφ-ίστημι
συν-αφ-ίστημι (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συν-αφ-ομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῠται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий